Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία - Κυριακή, Μαρτίου 6, 2022, 09:40
Γεννήθηκα στο Κίεβο (αναμνήσεις του Ηλία Έρενμπουργκ) AA404746 cucina 308 420 300 3643 4961 RGB " data-medium-file="https://sarantakos.files.wordpress.com/2022/03/ilya_ehrenburg_1960s.jpg?w=215" data-large-file="https://sarantakos.files.wordpress.com/2022/03/ilya_ehrenburg_1960s.jpg?w=696" class="wp-image-46380" src="https://sarantakos.files.wordpress.com/2022/03/ilya_ehrenburg_1960s.jpg?w=300&h=419" alt width="300" height="419" srcset="https://sarantakos.files.wordpress.com/2022/03/ilya_ehrenburg_1960s.jpg?w=300&h=419 300w, https://sarantakos.files.wordpress.com/2022/03/ilya_ehrenburg_1960s.jpg?w=600&h=838 600w, https://sarantakos.files.wordpress.com/2022/03/ilya_ehrenburg_1960s.jpg?w=107&h=150 107w, https://sarantakos.files.wordpress.com/2022/03/ilya_ehrenburg_1960s.jpg?w=215&h=300 215w" sizes="(max-width: 300px) 100vw, 300px"> Καθώς συνεχίζεται ο πόλεμος, διαλέγω σήμερα να παρουσιάσω αποσπάσματα από την εξάτομη αυτοβιογραφία «Άνθρωποι, χρόνια, ζωή» του Ηλία Έρενμπουργκ (1891-1967), ενός αγαπημένου συγγραφέα που συχνά έχω παρουσιάσει κείμενά του στο ιστολόγιο. Ο Έρενμπουργκ γεννήθηκε στο Κίεβο από εβραϊκή οικογένεια. Όταν ήταν πέντε χρονών, ο πατέρας του ανέλαβε διευθυντής εργοστασίου στη Μόσχα και η οικογένεια μετακόμισε εκεί. Ως μαθητής ο Έρενμπουργκ ανέπτυξε δράση στο κόμμα των Μπολσεβίκων, το 1907 φυλακίστηκε και εξορίστηκε και τελικά το τσαρικό καθεστώς του επέτρεψε να φύγει για το Παρίσι. Εκεί έζησε ως το 1917, όταν επέστρεψε στη Ρωσία μετά την επανάσταση του Κερένσκι. Θα παρουσιάσω μερικά αποσπάσματα από τον 1ο τόμο των απομνημονευμάτων, 2ο και 3ο κεφάλαιο, και μετά από τον 2ο τόμο, 8ο κεφάλαιο, όπου έχουμε φτάσει στα 1918 και ο 27χρονος Έρενμπουργκ επιστρέφει για έναν χρόνο στο Κίεβο, τη γενέθλια πόλη του. Διευκρινίζω πως ο Έρενμπουργκ γράφει το βιβλίο του περί το 1960. Το βιβλίο του Έρενμπουργκ βρίθει από αναφορές άγνωστες για τον Έλληνα σημερινό αναγνώστη οπότε θα χρειαζόταν πάμπολλες διευκρινίσεις. Ο μεταφραστής, ο έξοχος Άρης Αλεξάνδρου, ήταν φειδωλός στις επεξηγηματικές σημειώσεις, που μάλιστα τις έβαζε όλες στο τέλος και χωρίς να το επισημαίνει στο κείμενο του βιβλίου. Αυτές μεταφέρω εδώ καθώς και καναδυό ακόμα. Επισημαίνω τα σημεία με αστερίσκο και επεξηγώ στο τέλος. Ο τίτλος είναι, φυσικά, δικός μου. Γεννήθηκα στο Κίεβο στις 14 Ιανουαρίου του 1891. Το 1891 έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη των Ρώσων γενικά και επιπλέον των Γάλλων αμπελουργών. Στη Ρωσία είχαμε λιμό· εικοσιεννιά κυβερνεία υποφέρανε από σιτοδεία. Ο Λέων Τολστόι, ο Τσέχοβ, ο Κορολένκο, προσπάθησαν να βοηθήσουν τούς λιμοκτονούντες, κάνανε εράνους, οργανώσανε συσσίτια· όλ’ αυτά ήταν σταγόνα στον ωκεανό και για πολύν καιρό τη χρονιά του ενενήντα ένα τη λέγανε «χρονιά της πείνας». Οι αμπελουργοί της Γαλλίας πλουτίσανε με τα κρασιά εκείνης της χρονιάς: η ξηρασία καίει τα σιτηρά, καλυτερεύει όμως την ποιότητα των σταφυλιών. Οι μαύρες μέρες για τούς χωρικούς της περιοχής του Βόλγα συμπίπτουν πάντοτε με τις χαρούμενες μέρες για τους αμπελουργούς της Βουργουνδίας και της Γασκώνης· ακόμα και στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, όσοι ξέρανε να πιουν κρασί, ψάχνανε τα μπουκάλια με τη χρονολογία «1891». Το 1943, μεταφέρανε απ’ το Λένινγκραντ στη Μόσχα ένα βαγόνι με παλιό «Σαίντ – Εμιλιόν» του 1891. Η μεταφορά έγινε απ’ τον «παγωμένο δρόμο»*. Το Σαμτρέστ*, παρακάλεσε τον A. Ν. Τολστόι και μένα να δοκιμάσουμε το κρασί πού κατόρθωσαν να σώσουν με τόσους κόπους. Αποδείχτηκε πώς τα μπουκάλια ήταν γεμάτα μ’ ένα υπόξυνο υγρό — το κρασί είχε πεθάνει (αντίθετα απ’ τον τόσο διαδεδομένο θρύλο, το κρασί, ακόμα και το καλύτερο, πεθαίνει σε ηλικία σαράντα ως πενήντα ετών). […] 3 Λένε πως το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει. Συμβαίνει κι αυτό, συμβαίνει και το αντίθετο. Έζησα σε μια εποχή, όταν τον άνθρωπο τον κρίνανε συχνά επί τη βάσει των στοιχείων της ταυτότητάς του· οι εφημερίδες γράφανε πως «ο υιός δεν είναι υπεύθυνος διά τας πράξεις του πατρός» ήταν όμως φορές που βρισκόσουν αναγκασμένος να πληρώσεις και για τον παππού σου. […] Τους γονείς μου τους θυμάμαι μ’ αγάπη· όμως, γυρίζοντας να κοιτάξω πίσω, βλέπω πόσο μακριά απ’ τη μηλιά έχει κυλήσει το μήλο. Οι γονείς μου ήταν Εβραίοι αστοί. Η μητέρα μου κρατούσε ζηλότυπα πολλές παραδόσεις: είχε μεγαλώσει σε μια θρησκευόμενη οικογένεια, όπου φοβόντουσαν τον θεό, που ήταν απαγορευμένο να τον αναφέρεις με το όνομά του και τους «θεούς» που έπρεπε να τους εξευμενίσεις με πλούσιες προσφορές, για να μη ζητήσουν τη θυσία του αίματος. Ποτέ της δεν ξεχνούσε ούτε την ημέρα της κρίσεως στον ουρανό, ούτε τα πογκρόμ εδώ κάτω στη γη. Ο πατέρας μου ανήκε στην πρώτη γενιά των Ρώσων εβραίων, που προσπάθησαν να σπάσουν τον κλοιό του γκέτο. Ο παππούς τον καταράστηκε επειδή πήγε να σπουδάσει σε ρούσικο σχολειό. Εδώ που τα λέμε, ο παππούς ήταν γενικά πολύ τζαναμπέτης και καταράστηκε με τη σειρά όλα τα παιδιά του· στα γεράματά του ωστόσο κατάλαβε πως οι καιροί είναι εναντίον του και πήρε πίσω την κατάρα. […] Πέρασα με πολλή επιτυχία στις εξετάσεις για την προκαταρκτική τάξη κι ύστερα για την πρώτη· ήξερα πως υπήρχε «ποσοστιαίον όριον»* και πως δεν θα με δεχτούν στο σχολείο παρά μόνο στην περίπτωση που θα έχω όλο πεντάρια*. Έλυσα ένα πρόβλημα, δεν έκανα κανένα λάθος στην ορθογραφία και απάγγειλα με πολύ αίσθημα: «Τελειώνει το φθινόπωρο. Φευγάτες οι κουρούνες…» Στις αρχές της δεκαετίας τριάντα-σαράντα, ένας φίλος μού είπε πως ο μικρός του γιος, γυρίζοντας απ’ το σχολειό, όπου είχε πάει για πρώτη φορά, τον ρώτησε: «Τι θα πει Εβραίος;». «Εγώ είμαι Εβραίος, – απάντησε ο πατέρας, — η μαμά είναι Εβραία». Αυτό ήταν τόσο αναπάντεχο, που ο πιτσιρίκος δεν το πίστεψε: Είσαστε Εβραίοι;» Εμείς ήμασταν καλύτερα προετοιμασμένοι· στα οχτώ μου χρόνια ήξερα καλά πως υπάρχει όριο διαμονής*, άδεια παραμονής, ποσοστιαίο όριο και πογκρόμ. Μεγάλωνα στη Μόσχα, έπαιζα με τα ρωσόπαιδα. Όταν οι γονείς μου ήθελαν να πούνε τα ιδιαίτερά τους, μιλάγαν μεταξύ τους Εβραίικα. Δεν προσευχόμουνα σε κανένα θεό — ούτε σε εβραίικο, ούτε σε ρούσικο. Στη λέξη «Εβραίος» έδινα μια δική μου ερμηνεία: ανήκω σε κείνους που επιβάλλεται να εξευτελίζουν· αυτό μου φαινόταν άδικο και ταυτόχρονα φυσικό. Ο πατέρας μου όμως, όντας θρήσκος, κατηγορούσε τούς Εβραίους πού γίνανε ορθόδοξοι χριστιανοί για να καλυτερέψουν την τύχη τους κι εγώ, απ’ τα μικρά μου κιόλας χρόνια το ’χα καταλάβει πως δεν επιτρέπεται να ντρέπεσαι για την καταγωγή σου. Διάβασα πως οι Εβραίοι σταυρώσαν τον Χριστό· ο θείος Λιόβας έλεγε πως ο Χριστός ήταν Εβραίος· η νταντά μου η Βέρα Πλατόνοβνα μου είπε πως ο Χριστός είχε διδάξει: αν σε χτυπήσουν στο ένα μάγουλο, γύρνα να σε χτυπήσουν και στο άλλο. Αυτό δεν μπορούσα να το χωνέψω. Όταν πρωτοπήγα στο γυμνάσιο, ένας της προκαταρκτικής άρχισε να τραγουδάει: «Κάθεται ο χαχάμης δίπλα στη φωτιά, θα τον βάλουμε να κάτσει στα καρφιά». Χωρίς να το πολυσκεφτώ τον χτύπησα στο πρόσωπο. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Κανένας δεν με ξαναπείραξε. Στην τάξη είμαστε τρεις Εβραίοι, ο Ζέλντοβιτς, ο Πούκερμαν, κι εγώ. Ποτέ δεν νιώθαμε τούς εαυτούς μας αλλοδαπούς. Μόνο την ώρα των θρησκευτικών οι συμμαθητές μας μάς ζηλεύανε που κόβαμε βόλτες στην αυλή… Στη Μόσχα των παιδικών μου χρόνων δε μου ’τυχε να συναντήσω την ιουδαιοφοβία. Σίγουρα, ανάμεσα στους καθηγητές ή τους γονείς των συμμαθητών μου υπήρχαν άνθρωποι, μολυσμένοι απ’ τις φυλετικές προκαταλήψεις, δεν εκδηλώνονταν όμως: τον αντισημιτισμό τα χρόνια εκείνα οι διανοούμενοι τον ντρεπόντουσαν, σαν κακή αρρώστια. Θυμάμαι τις αφηγήσεις για το πογκρόμ του Κισινιόβ, ήμουνα δώδεκα χρονώ· καταλάβαινα πως είχε συμβεί κάτι φρικτό, ήξερα όμως πως οι ένοχοι για όλ’ αυτά ήταν ο τσάρος, ο κυβερνήτης, οι αστυνομικοί· ήξερα κιόλας πως όλοι οι καθωσπρέπει άνθρωποι είναι κατά της απολυταρχίας· ήξερα πως ο Τολστόι, ο Τσέχοβ, ο Κορολένκο είναι πυρ και μανία εξαιτίας του πογκρόμ. Όταν πήγαινα στο Κίεβο, άκουγα πως ο «Κιεβλιάνος» καλεί τον κόσμο να ξεσπαθώσει εναντίον των Εβραίων, πως στο Ποντόλ* επικρατεί ανησυχία, πως υφίσταται «το κατηραμένον εβραϊκόν ζήτημα». Ήταν μια παράξενη εποχή: ένα σωρό αχρειότητες κι ένα σωρό αυταπάτες! Η μοίρα ενός Γάλλου αξιωματικού που καταδικάστηκε παρ’ όλο πού ήταν αθώος, συγκίνησε τούς καλύτερους ανθρώπους της Ευρώπης… «Αν δεν αποκτήσεις ανώτερη μόρφωση, δε θα μπορέσεις να ζήσεις στη Μόσχα», — μου ’λεγε ο πατέρας, κοιτάζοντας τα δυάρια στον έλεγχό μου. Εγώ χασκογελούσα ειρωνικά: μέχρι που να τελειώσω το γυμνάσιο, όλα στον κόσμο θα ’χουν αλλάξει! Είχα την εντύπωση πως τα άρθρα στον «Κιεβλιάνο» ή στα «Νέα της Μόσχας» είναι οι τελευταίοι αντίλαλοι του μεσαιωνικού φανατισμού. Όλα θα μπορούσα να τα φανταστώ, έκτος απ’ το ότι γράφοντας ένα βιβλίο για τη ζωή μου, θα βρισκόμουν στην ανάγκη να αφιερώσω αρκετές πικρές σελίδες σ’ ένα ζήτημα που στις αρχές τού αιώνα μου φαινότανε πως είναι μια επιβίωση, καταδικασμένη σε θάνατο. Και κείνος ο πατέρας μου να γίνεται έξω φρένων με τα δυάρια. Τα δυο πρώτα χρόνια ήμουν καλός μαθητής, ύστερα βαρέθηκα να λύνω προβλήματα με δεξαμενές. Έπαιρνα κρυφά απ’ το σπίτι βιβλία με έργα κλασικών —ήταν όλα τους πολυτελέστατα δεμένα — τα σκότωνα στα παλαιοβιβλιοπωλεία της Βολχόνκα και πήγαινα αμέσως στο κατάστημα «Νεότεραι Εφευρέσεις» που ήταν στην πάροδο Στολέσνικοβ· εκεί αγόραζα σκόνη που σου ’φερνε φτάρνισμα, πούδρα πού σου ’φερνε κνησμό, κουτάκια απ’ όπου ξεπετιόντουσαν λαστιχένια ποντίκια ή φίδια, τρακατρούκες,—τέτοια καζούρα δεν την είχαν ξαναδεί οι καθηγητές στο γυμνάσιο. […] [2ος τόμος, κεφ. 8, φθινόπωρο 1918] Στο Κίεβο βρέθηκα σ’ άσχημη εποχή. Θα διηγηθώ παρακάτω πώς έζησα εκεί και τι είδα· πρώτα απ’ όλα όμως θέλω να μιλήσω για το ίδιο το Κίεβο. Μικρό παιδί, πήγαινα συχνά στο Κίεβο -με φιλοξενούσε ο παππούς μου· έκανα μερικές μέρες στο Κίεβο και μετά την αποφυλάκισή μου, δίχως φύλλο πορείας, δίχως στέγη. Η ζωή μου κύλησε σε δυο πόλεις, στη Μόσχα και στο Παρίσι. Ωστόσο, ποτέ μου δεν μπόρεσα να ξεχάσω πως το Κίεβο είναι η πατρίδα μου. Κατά πώς φαίνεται, είναι μεγάλη η εξουσία αυτής της λέξης, είναι μεγάλη η δύναμη της φαντασίας. Δεν ξέρω πότε βρέθηκαν οι προπάτορες μου στην Ουκρανία κι από πού τους είχαν φέρει εκεί κυνηγημένους οι άνεμοι της ιστορίας· μπορεί απ’ την Κόρντοβα, ή κι απ’ τη Γρανάδα. Ο παππούς μου πήγε στο Κίεβο απ’ το Νόβγκοροντ – Σεβέρσκ, απ’ την παλιά πολίχνη του κυβερνείου της Τσερνιγκόβσκαγια και φυσικά, η μετοικεσία εκείνη δεν έγινε την εποχή του πρίγκηπα Ιγκόρ, μα σχετικά πρόσφατα — στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Αλεξάνδρου του 2ου. Πού τον τραβολογούσε άραγε ο παν* αρπάζοντάς τονε από τα μακριά τσουλούφια του —στο Νόβγκοροντ – Σεβέρσκ, στο Κίεβο ή μήπως στο Μπερντίτσεβ που αναφέρεται σ’ ένα σωρό αντιεβραϊκά ανέκδοτα; Δεν ξέρω. Δε θα επιχειρήσω ν’ αποδείξω πως είμαι βέρος, πάππου προς πάππου Κιεβλιάνος. Μα η καρδιά έχει τους νόμους της και δε μου ’τυχε φορά που να σκεφτώ το Κίεβο σαν να μην ήταν πατρίδα μου. Το φθινόπωρο του 1941 χάναμε τη μια πόλη μετά την άλλη, μα δε θα ξεχάσω την 20ή Σεπτεμβρίου — τότε μου είπανε στον «Ερυθρό Αστέρα», πως απ’ το Κρεστσάτικ* περνάνε οι γερμανικές μεραρχίες. «Κίεβο, Κίεβο! Λέγανε τα σύρματα και πάλι και ξανά. — Σας καλούν οι πίκρες, σας μιλά η συμφορά. Αχ, πατρίδα, Κίεβο, Κίεβο κι είμαι μακριά!…» θυμάμαι πως ταξίδευα μικρό παιδί, πλησιάζοντας στο Κίεβο. Το τρένο σταμάταγε σε κάθε σταθμό, δε βιαζότανε (βιαζόμουνα εγώ) και οι ονομασίες των σταθμών ήταν παράξενες — Μπόμπρικ, Μπομπρόβιτσα, Μπροβάρυ. Ύστερα άρχιζαν οι αμμότοποι· εμένα μου φαινόντουσαν απέραντοι σαν τη Σαχάρα. Έβγαζα το κεφάλι μου απ’ το παράθυρο. Το Κίεβο το ’βλεπες αναπάντεχα — τους τρούλους της Λαύρας, τους κήπους, τον πλατύτατο Δνείπερο με τα νησάκια, όπου πρασινίζανε τα δέντρα. Το τρένο αχολογούσε πολλή ώρα πάνω στη γέφυρα. . . Στο Κίεβο υπήρχαν τεράστιοι κήποι κι εκεί, ανάμεσα στ’ άλλα, έβλεπες και καστανιές· για ένα παιδί της Μόσχας ήταν δέντρα εξωτικά, όπως τα φοινικόδεντρα. Την άνοιξη τα δέντρα στραφτοκοπάγανε σαν πολυέλαιοι μ’ αναμμένα κεριά και το φθινόπωρο μάζευα από κάτω τα γυαλιστερά, λουστραρισμένα κάστανα. Παντού υπήρχαν κήποι —και στην οδόν Ινστιτούτου και στην Μαρίινσκο – Μπλαγκοβέστσενσκαγια και στην Ζιτομίρσκαγια και στην Αλεξαντρόβσκαγια· όσο για την Λουκιάνοβκα, όπου έμενε η θεία Μάσα με τις αχλαδιές της και τις κότες της, μου φαινότανε επίγειος παράδεισος. Στο Κρεστσάτικ υπήρχε το χαρτοπωλείο της Τσιόρνουχα που πούλαγε σχολικά τετράδια με γυαλιστερά πολύχρωμα εξώφυλλα· σ’ ένα τέτοιο τετράδιο, ακόμα κι ένα πρόβλημα τόκου, φάνταζε πιο υποφερτό. Υπήρχε το ζαχαροπλαστείο της Μπαλαμπούχα, που πούλαγε παστέλι φρούτου (το λέγανε «μπαλαμπούχα»)· μπορούσες ακόμα ν’ αγοράσεις καραμέλες που τις είχαν σε κουτάκια, μοιάζανε με τριαντάφυλλο και μύριζαν άρωμα. Στο Κίεβο έτρωγα βαρένικι* με βύσσινο και τηγανίτες με σκόρδο. Οι διαβάτες χαμογελούσανε. Το καλοκαίρι στο Κρεστσάτικ οι πελάτες των καφενείων καθόντουσαν έξω στο δρόμο, πίνανε καφέ ή τρώγανε παγωτό. Εγώ τούς κοίταζα με ζήλεια και θαυμασμό. Αργότερα, κάθε φορά πού πήγαινα στο Κίεβο, μου έκανε εντύπωση η ανεμελιά, η εγκαρδιότητα, το κέφι των ανθρώπων. Κατά πώς φαίνεται, κάθε χώρα έχει το νότο της και το βορρά της. Τους κατοίκους του Τουρίνου οι Ιταλοί τούς έχουν για βόρειους — είναι κάπως στυφοί, συγκρατημένοι, ασχολούνται σοβαρά με τίς δουλειές τους. Οι Γασκώνοι, ζοϋνε στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με τους κατοίκους του Τουρίνου, η Γασκώνη όμως είναι ο νότος της Γαλλίας και γαλλικά «Γασκώνος» σημαίνει φαντασιοκόπος, είρων, χωρατατζής. Για τον Ισπανό, οι κάτοικοι της Βαρκελώνης είναι βόρειοι, μ’ αν ταξιδέψεις απ’ τη Βαρκελώνη προς βορράν και περάσεις τα σύνορα, μπορείς να φτάσεις στην Ταρασκώνη, όπου ζούσε ο Ταρταρίνος… Υπάρχουν στιγμές που ο κάτοικος του βορρά χαμογελάει: σίγουρα θα θυμήθηκε κάτι ευχάριστο. Ο νότιος όμως γιατί χαμογελάει; Κατά πάσαν πιθανότητα επειδή του αρέσει να χαμογελάει. Η ουκρανική φαντασία, το ουκρανικό χιούμορ, ομορφαίνανε την τραχιά όψη της παλιάς Ρωσίας. Ο Γκόγκολ ήταν ένας φιλάσθενος άνθρωπος, με πολύ στριφνό χαρακτήρα, πόσους όμως δεν θεράπευσε με τα βιβλία του! Ξέρω πως ο Γκόγκολ είναι «μεγάλος ρεαλιστής», αυτό το αναφέρουν όλα τα μαθητικά βιβλία και στο γυμνάσιο μάθαινα απέξω το «Είναι υπέροχος ο Δνείπερος την ώρα της απανεμιάς». Εκεί υπάρχει και η φράση: «Σπάνια βρίσκεται πουλί που φτάνει πετώντας ως τη μέση του Δνείπερου». Τα πουλιά μπορούν και πετάνε πάνω από θάλασσες, ο Γκόγκολ όμως έχει δίκιο: είναι πλατύς ο Δνείπερος, πλατιά και η τέχνη. Μετά την επανάσταση, εισβάλανε στη ρωσική λογοτεχνία οι σπινθηροβόλοι, πληθωρικοί, σαρκαστικοί και ρομαντικοί νότιοι· μας θαμπώνανε, μας διασκεδάζανε, μας εμπνέανε όλοι τους —ο Μπαμπέλ, ο Μπαγκρίτσκι, ο Παουστόβσκι, ο Κατάγιεβ, ο Σβετλόβ, ο Ζόστσενκο, ο Ιλφ, ο Πετρόβ, ο Ολέσα… Όταν ήμουν παιδί, μ’ έπαιρνε στο σπίτι της η θεία Μάσα· νοίκιαζε ένα μετόχι κοντά στο Μπορισπόλ· εκεί, στην εμποροπανήγυρη, άκουγα τούς τυφλούς να λένε τα παλιά τραγούδια. Πολλά χρόνια αργότερα άκουσα τον Μ. Φ. Ρύλσκι ν’ απαγγέλλει ποιήματα του και η απαγγελία του είχε κάτι γνώριμο — την παιχνιδιάρικη και απαλή μουσική της ουκρανικής προφοράς. Πέρασα κάμποσες ώρες στην άγια – Σοφιά του Κιέβου. Συχνά αντιπαραθέτουν την βυζαντινή τέχνη στην αρχαία ελληνική· φυσικά, ο Χριστός – Παντοκράτωρ, ο απαιτητικός και συνοφρυωμένος, πού είναι συνυφασμένος όχι μόνο με τον γαλανό ουρανό της Ελλάδας, μα και με το φανατικό αστυνομικό καθεστώς μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, δεν έχει θέση στον κόσμο των κενταύρων και των νυμφών. Παρ’ όλ’ αυτά, το Βυζάντιο διαφύλαξε την αρμονία της αρχαίας Ελλάδας· το αντιφέγγισμά του έφτασε ως το αρχαίο Κίεβο. Στην άγια – Σοφιά, δεν ένιωθα μόνο τον φόρτο των αιώνων, μα και την αλαφράδα, τα φτερά της τέχνης. Αγαπώ το μπαρόκ του Κιέβου· τα περίπλοκα διακοσμητικά του μοτίβα απαλύνονται από μια έμφυτη καλοκάγαθη διάθεση· δεν πρόκειται για μορφασμό, μα για χαμόγελο. Λυπάμαι το μοναστήρι Μιχαηλόβσκι, ήταν καλά διατηρημένο, είχε ένα μικρό προαύλιο που χαιρόσουν να το βλέπεις. Δε λέω, η εκκλησιά του Αγιαντρέα είναι καλύτερη, δε θα ’πρεπε όμως να το γκρεμίσουν… (Μια απ’ τις συνηθισμένες κατηγορίες εναντίον των φουτουριστών, ήταν πως δεν σέβονται την τέχνη του παρελθόντος· οι φουτουριστές ωστόσο κρατάγαν πένες κι όχι λοστούς. Στη δεκαετία 1930—40, ήταν φορές πού κόβανε με τόσο ζήλο το δάσος, ώστε δεν πεταγόντουσαν ολόγυρα μόνο σκλήθρες, μα και αιωνόβιες πέτρες. Το 1934 είδα στο Αρχάνγκελσκ να ανατινάζουνε το τελωνείο, πού είχε χτιστεί επί Μεγάλου Πέτρου· όταν ρώτησα γιατί, μου απαντήσανε: «Εμποδίζει την κυκλοφορία». Κι όμως στο Αρχάνγκελσκ, τα αυτοκίνητα μετριόντουσαν στα δάχτυλα.) Ο πόλεμος άφησε στο Κίεβο πολλές πληγές. Οι Γερμανοί ανατίναξαν τον καθεδρικό της Λαύρας. Το Κρεστσάτικ έπαψε να υπάρχει. Αργότερα φτιάξανε πεζοδρόμια, τοποθέτησαν γλάστρες με λουλούδια, αστυφύλακες. Ύστερα ξαναχτίσανε τα σπίτια. Στο παλιό Κρεστσάτικ δεν υπήρχαν μνημεία της αρχαιότητας, τον δρόμο αυτόν τον αγαπώ μόνο και μόνο γιατί μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια… Στη Μόσχα μένω στην οδόν Γκόρκι και το μάτι μου έχει πια συνηθίσει την Αρχιτεκτονική που τώρα τελευταία την ονομάζουν «εξωραϊστική» αν και δεν είναι σε θέση να εξωραΐσει τίποτα. Όμως, ενθουσιάστηκα μόλις είδα την καινούργια λεωφόρο στην όχθη του Δνείπερου: τώρα, το Κίεβο μπορεί να κάτσει σ’ ένα παγκάκι (τις ώρες της απανεμιάς εννοείται) και να διαπιστώσει πόσο υπέροχος είναι ο Δνείπερος… Ομορφήνανε τα πράσινα Λίπκι. Απ’ το Ποντόλ αφαιρέσανε το στίγμα του εξοστρακισμού -τη μάντρα του γκέτο. Όχι, το Κίεβο δεν μου είναι ξένο! Oι πρώτες μου αναμνήσεις είναι μια μεγάλη αυλή, οι κότες, μια ασπροκόκκινη γάτα και απέναντι απ’ το σπίτι (στην Αλεξαντρόβσκαγια) τα ωραία φαναράκια — εκεί ήταν το θερινόν κέντρον διασκεδάσεως «Σατώ ντε Φλερ». […] Τον Οκτώβριο του 1943, έμενα μαζί με άλλους ανταποκριτές του «Έρυθρού Αστέρος» στο καμένο χωριό Λέτκι, στις όχθες του Ντέσνα. Περιμέναμε την απελευθέρωση του Κιέβου. Γύρω, βουίζανε τα ψηλά καλάμια. Κάθε τόσο πηγαίναμε στην Ντάρνιτσα, από κει μπορούσες να δεις την πόλη. Πού και πού περνάγαμε στην άλλη όχθη του Δνείπερου. Δύσκολα που περνάνε οι ώρες της αναμονής. Ο ποιητής Σεμιόν Γκουντζένκο έγραψε αργότερα: «Μα και στη Μόσχα, μέσ’ στα χιόνια και μέσ’ στους βάλτους τους ουκρανικούς, αξέχαστο έμενε το Κίεβο και για χρόνια, ήταν ο πρώτος μου έρωτας στους δύσκολους καιρούς». Είδα τούς αμμότοπους του Μπάμπι Γιαρ· εκεί οι χιτλερικοί σκοτώσανε εβδομήντα χιλιάδες Εβραίους. Μου δείξανε την ανακοίνωση: «Οβριοί του Κιέβου και των περιχώρων. Την Δευτέραν 29 Σεπτεμβρίου και ώραν 7 π.μ. υποχρεούσθε να παρουσιαστείτε με τας αποσκευάς σας, με τα πιστοποιητικά σας και τον χειμερινόν ιματισμόν σας εις την οδόν Ντορογκοζίνσκαγια, πλησίον του εβραϊκού νεκροταφείου. Οι μη εμφανιζόμενοι θα τιμωρούνται διά της ποινής του θανάτου». Ή πομπή των μελλοθανάτων βάδιζε στην ατέλειωτη οδό Λβόβσκαγια· οι μανάδες κουβαλάγανε τα βυζανιάρικα μωρά τους· τους παράλυτους τούς πηγαίνανε με τα καροτσάκια. Ύστερα τούς ανθρώπους τούς γδύνανε και τους σκοτώνανε. Ανάμεσα σ’ αυτούς που χάθηκαν δεν υπήρχαν συγγενείς μου, μου φαίνεται όμως πως πουθενά δεν ένιωσα τόσον πόνο, τόση ορφάνια, όση στους αμμότοπους του Μπάμπι Γιάρ. Δω και κει, έβλεπες μαύρες στάχτες, καρβουνιασμένα κόκαλα (οι Γερμανοί, λίγο πριν εκκενώσουν την πόλη, διατάξανε τους αιχμαλώτους πολέμου να ξεθάψουν τα πτώματα των θυμάτων και να τα κάψουν). Δεν ξέρω γιατί, είχα όμως την εντύπωση πως εδώ χαθήκανε οι συγγενείς μου, οι φίλοι μου, οι συνομήλικοί μου, πως εδώ και σαράντα χρόνια τους είχα δει —παίζανε τα παιδικά παιχνίδια τους στους μισοσκότεινους δρόμους του Ποντόλ ή της Ντεμίεβκα. Στο Κίεβο ζούσανε πολλοί Εβραίοι. Όταν ήμουν ακόμα παιδαρέλι, ένας ξάδελφός μου, που ήταν φοιτητής, μου έδειξε στο Κρεστσάτικ, έναν άνθρωπο με γυαλιά, με μακριά μαλλιά και με πολύ σεβασμό μου εξήγησε: «Είναι ο Σολόμ – Αλεϊχέμ». Τότε δεν τον ήξερα αυτόν τον συγγραφέα και μου ’δωσε την εντύπωση πολυδιαβασμένου γεροπαράξενου, που κάθεται σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο και αναστενάζει εκ βαθέων. Πολύ αργότερα διάβασα τα βιβλία του Σολόμ – Αλεϊχέμ κι αναστέναζα και γελούσα, προσπαθώντας να θυμηθώ το πρόσωπο του πολυδιαβασμένου γεροπαράξενου που είχα δει για μια στιγμή στο Κρεστσάτικ. Ό Σολόμ – Αλεϊχέμ ονόμαζε το Κίεβο «Γιεγκούπτς» και οι άνθρωποι αυτής της πόλης έχουν πυκνοκατοικήσει τις σελίδες των βιβλίων του. Τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους αποχαιρέτησαν για πάντα το Γιεγκούπτς στο Μπάμπι Γιάρ… Στο Κίεβο έζησα ένα πογκρόμ εναντίον των Εβραίων. Για μένα, το διήγημα του Ουκρανού συγγραφέα Κοτσιουμπίνσκι είναι διπλά πολύτιμο — τόσο γιατί καταλαβαίνω τα βάσανα της Εστέρκα, όσο και γιατί ο συγγραφέας του διηγήματος δεν είναι ο κρεοπώλης Αμπρούμ, μα ο Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς, ο γιός του Μιχαήλ Ματβέγιεβιτς και της Γλυκερίας Μαξίμοβνας. Έζησα πολλές δύσκολες μέρες στο Κίεβο, μα δεν πρόκειται τώρα γι’ αυτό. Λένε πως μπορεί να γεννηθείς σ’ ένα τυχαίο μέρος — σ’ έναν σιδηροδρομικό σταθμό ή σε μια χώρα μακρινή, όπου έριξε η μοίρα για ένα μήνα ή ένα χρόνο τους γονείς σου. Ε, στην περίπτωση αυτή, ο σιδηροδρομικός σταθμός, παύει να ’ναι μια απ’ τίς κουκίδες του χάρτη, η μακρινή χώρα γίνεται δική σου. «Αχ, πατρίδα, Κίεβο, Κίεβο κι είμαι μακριά!…» Κάθε φορά που τυχαίνει να βρεθώ στο Κίεβο, ανεβαίνω το δίχως άλλο μια απ’ τις απότομες ανηφοριές του· όταν ήμουνα παιδί, έδινα μια τρεχάλα κι έφτανα ως απάνω, τώρα γέρασα και λαχανιάζω· ανεβαίνω και μου φαίνεται πως μόνο απ’ τα Λίπκι ή απ’ το Πετσιόρσκ μπορώ να κοιτάξω τα χρόνια, τίς δεκαετίες, τον βίο πού έζησα. Όλ’ αυτά, αν θέλετε, είναι κάτι σαν πρόλογος παραμυθιού. Έζησα στο Κίεβο απ’ το φθινόπωρο του 1918 ως τον Νοέμβριο του 1919 — ένα χρόνο. Αλλάζανε οι κυβερνήσεις, οι νόμοι, οι σημαίες, ακόμα και οι ταμπέλες των καταστημάτων. Στον εμφύλιο πόλεμο, η πόλη έγινε πεδίο μάχης: γκρεμίζανε, σκοτώνανε, στήνανε τούς ανθρώπους στον τοίχο. Αυτό ίσα-ίσα το θλιβερό παραμύθι μού μένει να διηγηθώ. Αν άρχισα με μια λυρική αποστροφή, το έκανα επειδή όλες σχεδόν οι παροιμίες λένε ψέματα (για να είμαι ακριβέστερος, αναποδογυρίζουν την αλήθεια), ακόμα και οι κλασικές παροιμίες των κλασικών Ρωμαίων που λέγανε: Ubi bene, ibi patria –«πατρίδα είναι ο τόπος όπου καλοπερνάς». Στην πραγματικότητα, πατρίδα είναι και ο τόπος όπου μπορείς πολύ να κακοπάθεις… ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ * απ’ τον παγωμένο δρόμο: από την παγωμένη λίμνη Λαντόγκα, που ήταν δίοδος επικοινωνίας για τους πολιορκημένους του Λένινγκραντ * Σαμτρέστ: Συνεταιρισμός αμπελουργικών σοβχόζ και βιομηχανίας οίνου της Γεωργίας, επί ΕΣΣΔ. * όλο πεντάρια: άριστα, το 5 ήταν ο μεγαλύτερος βαθμός. * ποσοστιαίον όριον: το ποσοστό των Εβραίων μαθητών που γίνονταν δεκτοί στα σχολεία και που ήταν ανάλογο με το ποσοστό του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης * όριο διαμονής: οι Εβραίοι επιτρεπόταν να εγκατασταθούν μόνο σε ορισμένες περιοχές. Εξαιρέσεις γίνονταν μόνο για ειδικευμένους επιστήμονες κτλ. * άδεια παραμονής: Για να ταξιδέψουν και να μείνουν προσωρινά στις «απαγορευμένες» περιοχές, χρειάζονταν άδεια. * Ποντόλ: Γειτονιά του Κιέβου με πολλούς Εβραίους. * παν: εδώ, Πολωνός ή Ουκρανός τσιφλικάς * Κρεστσιάτικ: κεντρικός δρόμος του Κιέβου. * βαρένικι: ειδος μικρών πιροσκί με γέμιση, που ψήνονται σε ζεματιστό νερό. https://sarantakos.wordpress.com/2022/03/06/ehrenburg-5/ ________ Orasi mailing list για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση orasi-requ...@hostvis.net και στο θέμα γράψτε unsubscribe Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας στείλτε email στην διεύθυνση Orasi@hostvis.net διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net Για το αρχείο της λίστας http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/ Εναλλακτικό αρχείο: http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/ παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011) http://www.freelists.org/archives/orasi __________ NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού http://www.nvda-project.org/ _____________ Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ενώ Για να κατεβάσετε τον σχετικό κατάλογο επισκεφθείτε το http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.zip ____________